- κορδύλειος
- κορδύλειος, -εία, -ον (Α) [κορδύλη]κατασκευασμένος από το είδος τόν(ν)ου σκορδύλη* («κορδύλεια ταρίχη» — αλίπαστα από το ψάρι σκορδύλη, Αθήν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορδύλεια — κορδύλειος made from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδύλη — και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α) 1. ρόπαλο, κορύνη 2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο 3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα τού κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος 4. είδος τού ψαριού τόν(ν)ος, σκορδύλη* («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ… … Dictionary of Greek